- ὀπτανά
- ὀπτανόςroastedneut nom/voc/acc plὀπτανά̱ , ὀπτανόςroastedfem nom/voc/acc dualὀπτανά̱ , ὀπτανόςroastedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπτανός — ὀπτανός, ή, όν (Α) 1. ψητός, ψημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπτανά κρέας κατάλληλο για ψήσιμο στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα ανός (πρβλ. εψ ανός, στεγ ανός). Για την εναλλαγή τών επιθημάτων με λ και ν στους τ. ὀπτα … Dictionary of Greek